σατινέ

σατινέ
ο, η, το, Ν
άκλ. λείος, στιλπνός («σατινέ χαρτί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satine (βλ. λ. σατέν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σατινέ — επίθ. άκλ. (λ. γαλλ.), λείος: Χαρτί σατινέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάτινα — η, Ν στιλβωτική μηχανή, ιδίως για χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satine (βλ. λ. σατινέ)] …   Dictionary of Greek

  • σατινένιος — α, ο, Ν [σατινέ / σατέν] ο όμοιος στην αφή με σατέν, απαλός, λείος …   Dictionary of Greek

  • πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”